ανεξετάζω

ανεξετάζω
1. εξετάζω πάλι, εξετάζω δεύτερη φορά
2. (ρηματ. επίθ.) ανεξεταστέος
ο μαθητής που υποχρεώνεται να εξεταστεί πάλι στην ύλη του ίδιου μαθήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”